χελωνοφάγοι

χελωνοφάγοι
χελωνοφάγος
eating tortoises
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελωνοφάγος — α, ο / χελωνοφάγος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει κρέας χελώνας αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. οἱ Χελωνοφάγοι ονομασία λαών τής ανατολικής Αφρικής που κατοικούσαν στην αιθιοπική ακτή και τρέφονταν, κατά την παράδοση, με χελώνες 2. (κατά τον Ησύχ.) «χελωνοφάγοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”